- βαλανίδιον
- βᾰλᾰν-ίδιον, τό,A small bathing-establishment,
δημόσιον β. POxy. 1430.13
(iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δημόσιον β. POxy. 1430.13
(iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαλάνι — το και βαλανίδι και βελανίδι (AM βαλάνιον, Α και βαλανίδιον) ο καρπός της βαλανιδιάς νεοελλ. 1. το κύπελλο του καρπού το οποίο χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία 2. πληθ. οι όρχεις αρχ. 1. αφέψημα από βαλανίδια 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ … Dictionary of Greek
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek